πεπαλαιωμένον

πεπαλαιωμένον
παλαιόω
make old
perf part mp masc acc sg
παλαιόω
make old
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλιώνω — και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, όω) [παλιός / παλαιός] καθιστώ κάτι παλιό νεοελλ. 1. γίνομαι παλιός 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, η, ο αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”